- θεραπνίς
- θερᾰπ-νίς, ίδος, ἡ, poet.,A = θεραπαινίς, AP9.603 (Antip.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
θεραπνίς — θεραπνίς, ίδος, ἡ (Α) [θεράπνη] (ποιητ. τ.) η θεραπαινίδα … Dictionary of Greek
θεραπνίς — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεραπνίδες — θεραπνίς fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)